- ὑπεργάζεσθαι
- ὑπεργάζομαιwork underpres inf mpὑπεργάζομαιwork underpres inf mp (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεργάζομαι — ΜΑ ενεργώ κρυφά, υπονομεύω αρχ. 1. ανασκάπτω, οργώνω («τῷ σπόρῳ νεὸν ὑπεργάζεσθαι», Ξεν.) 2. κάνω κρυφά κάτι 3. παράγω βαθμιαία 4. εξυπηρετώ, προσφέρω εκδούλευση («ἐπεὶ νῷν πόλλ ὑπείργασται φίλα», Ευρ.) 5. καταβάλλω, υποτάσσω («ὑπείργασμαι ψυχὴν… … Dictionary of Greek